συναγωνίζεται

συναγωνίζεται
συναγωνίζομαι
contend along with
pres ind mp 3rd sg
συναγωνίζομαι
contend along with
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συναγωνίζομαι — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωνίζομαι Α 1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον ως σύμμαχος ή βοηθός («τοῑς θεοῑς συνηγωνίσατο τὸν τοὺς γίγαντας πόλεμον», Διόδ.) 2. αμιλλώμαι με κάποιον για την επιδίωξη κοινού ή παρεμφερούς σκοπού (α. «οι αθλητές θα συναγωνιστούν …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • αμιλλητήρ — ἁμιλλητὴρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που αμιλλάται, που συναγωνίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. τήρ. ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀμιλλητήριος] …   Dictionary of Greek

  • αντίπαλος — η, ο (AM ἀντίπαλος, ον) [αντι + παλος < πάλη] 1. αυτός που παλεύει, αγωνίζεται εναντίον κάποιου 2. εκείνος που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον 3. ως ουσ. α) ο ανταγωνιστής 6) ο εχθρός αρχ. 1. ο ισόπαλος, ο σχεδόν ίσος στη δύναμη 2. ο… …   Dictionary of Greek

  • δύσζηλος — δύσζηλος, ον (Α) 1. ο υπερβολικά ζηλότυπος 2. αυτός που δείχνει υπερβολικό ζήλο 3. αυτός που συναγωνίζεται στις κακουχίες 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσζηλον η ιδιότητα τού δύσζηλου …   Dictionary of Greek

  • επακολουθήτρια — ἐπακολουθήτρια, η (Α) η μερίδα που συμπράττει, που συναγωνίζεται …   Dictionary of Greek

  • ισάμιλλος — ἰσάμιλλος, ον (Α) 1. ισόπαλος σε αγώνα, κυρίως δρόμου 2. αυτός που συναγωνίζεται επί ίσοις όροις 3. εφάμιλλος, ισότιμος 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ισάμιλλα με ισόπαλο αποτέλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άμιλλος (< ἅμιλλα), πρβλ. εν άμιλλος,… …   Dictionary of Greek

  • μπράντι — Στην Ελλάδα, που είναι οινοπαραγωγός χώρα, ακμάζει η βιομηχανία απόσταξης εκλεκτών κρασιών για την παρασκευή του κ., το οποίο συναγωνίζεται σε ποιότητα το γαλλικό. Για την παρασκευή του ελληνικού κ. χρησιμοποιούνται εκλεκτά σταφύλια και… …   Dictionary of Greek

  • προσγυμναστής — ὁ, Α [προσγυμνάζω] αυτός που συναγωνίζεται κάποιον σε αγώνα …   Dictionary of Greek

  • συναγωνιστής — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. συναγωνιστάς Α, και θηλ. συναγωνίστρια Ν [συναγωνίζομαι] αυτός που αγωνίζεται από κοινού με άλλον, αγωνιστής σε κοινό αγώνα και για κοινό σκοπό, σύμμαχος, συμμαχητής νεοελλ. αυτός που συναγωνίζεται κάποιον, αυτός που βρίσκεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”